- вз...
- взо..., взъ... κ. вс... πρόθεμα που σημαίνει:1. κίνηση προς τα πάνω: взлететь.2. ένταση, δύναμη της ενέργειας που εμφανίστηκε, γρήγορη εξέλιξη μιας κατάστασης: взалкать, взбухнуть, взвыть, взмолиться.3. ολοκλήρωση της ενέργειας, της έντασης: взбесить, взболтать.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.